πίλα

πίλα
και πεῑλα, ἡ, Μ
το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pila «γουδί» (< pinso «κόπτω»). Ο τ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. πιλέω (< πίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πίλα — πίλᾱ , πίλα pila fem nom/voc/acc dual πίλᾱ , πίλα pila fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίλας — πίλᾱς , πίλα pila fem acc pl πίλᾱς , πίλα pila fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίλαι — πίλα pila fem nom/voc pl πίλᾱͅ , πίλα pila fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίλαν — πίλᾱν , πίλα pila fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλῶν — πίλα pila fem gen pl πῑλῶν , πιλέω compress wool pres part act masc nom sg (attic epic doric) πιλόω contract pres part act masc voc sg (doric aeolic) πιλόω contract pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πιλόω contract pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίλη — πίλα pila fem nom/voc sg (attic epic ionic) πί̱λη , πιλέω compress wool pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πί̱λη , πιλέω compress wool imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • πάδος — (Po). Ποταμός της βόρειας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας (625 χλμ.). Αποστραγγίζει λεκάνη 74.970 τ. χλμ., από τα οποία περίπου 50.000 καταλαμβάνει η κοιλάδα του Πάδου, τεράστια τάφρος που καλύφθηκε κατά το τριτογενές και το τεταρτογενές. Ο Π.… …   Dictionary of Greek

  • πείλα — ἡ, Α βλ. πίλα …   Dictionary of Greek

  • πηλάριον — τὸ, Α ονομασία αλοιφής για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλάριον (< πίλα), πιθ. κατ επίδραση τού πηλός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”